- σῆκα
- σῆκα, Adv.A into the fold ([etym.] σηκός), a shepherd's call to his flocks, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σῆκα — into the fold indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σήκα — Α επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) (ως προτρεπτική επιφώνηση βοσκού προς το ποίμνιό του) μέσα στη μάντρα, μέσα στον στάβλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «μάντρα» (πρβλ. σῖγα, σάφα, τάχα)] … Dictionary of Greek
μεμισήκασι — μεμῑσήκᾱσι , μισέω hate perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμισήκασιν — μεμῑσήκᾱσιν , μισέω hate perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμίσηκα — μεμί̱σηκα , μισέω hate perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφυσήκασιν — πεφῡσήκᾱσιν , φυσάω blow perf ind act 3rd pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)